ὀμοτικόν

ὀμοτικόν
ὀμοτικός
of
masc acc sg
ὀμοτικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοτικός — ὀμοτικός, ή, όν (Α) [ομότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόν όρκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”